απωτατω

απωτατω
    ἀπωτάτω
    [superl. к ἀπό См. απο] дальше всего, очень далеко Plut.
    

ἀ. τῆς Θρᾴκης Dem. — чрезвычайно далеко от Фракии


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απωτατω" в других словарях:

  • ἀπωτάτω — farthest from superl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπωθεν — ἄπωθεν επίρρ. (Α) 1. από μακριά ή μακριά 2. μακριά από κάποιον ή κάτι 3. οἱ ἄπωθεν οι ξένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από. Το ω του τύπου εξηγείται κατ αναλογία είτε προς το πόρρωθεν είτε προς τα απωτέρω, απωτάτω, που χρησιμοποιούνται ως συγκριτικός και… …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • απώτατος — η, ο (Μ ἀπώτατος, η, ον) [από] αυτός που βρίσκεται πάρα πολύ μακριά, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο αρχ. μσν. επίρρ. ἀπωτάτω σε πολύ μεγάλη απόσταση …   Dictionary of Greek

  • apo- (pō̆ , ap-u, pu) —     apo (pō̆ , ap u, pu)     English meaning: from, out, of     Deutsche Übersetzung: “ab, weg”     Material: O.Ind. ápa “ off, away, back “ as adnominal Prep. m. abl. “ away from “, Av. ap. apa “ away from “; about privatives *ap in Iran, and Gk …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»